- προαλγώ
- -έω, Α1. αισθάνομαι πόνο από πριν, μέ πιάνουν οι πόνοι πριν να συμβεί κάτι («καὶ ὅσαι μὲν τήν ὀσφὺν προαλγοῡσι», Αριστοτ.)2. αγωνιώ προαισθανόμενος κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀλγῶ «πονώ, υποφέρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.